- ἀποθανοῦμαι
- ἀποθανοῦμαι s. ἀποθνπῄσκω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἀποθανοῦμαι — ἀποθνήσκω die fut ind mid 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)